αρραφος

αρραφος
    ἄρραφος
    ἄ-ρρᾰφος
    2
    без швов, цельный
    

(χιτών NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρραφος" в других словарях:

  • άρραφος — ἄρραφος, ον (AM) (για ένδυμα) ο χωρίς ραφή, ο μονοκόμματος («ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος», ευαγγ. Ιωάννης) αρχ. (για κρανίο) ο αρραφής* …   Dictionary of Greek

  • ἄρραφος — without seam masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρραφον — ἄρραφος without seam masc/fem acc sg ἄρραφος without seam neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρράφους — ἄρραφος without seam masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρραφα — ἄρραφος without seam neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρραφοι — ἄρραφος without seam masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TUNICA Inconsutilis — ut communiter redditur, Graece ἄῤραφος χιτῶν, Ioh. c. 19. v. 23. ubi de vestibus Domini nostri, ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤραφος, εν τῶ ἄνωθεν ὑφαντὸς δἰ ὅλου. Vide quoque v. seq. ubi de consilio militum, sortiendi potius, quam dividendi, eam: nonnullis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՐԱՆ — (ի կամ ոյ.) NBH 1 1064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ῤαφή sutura Կարուած. կարաւանդ. զօդ հանդերձիձ, կամ զրահից, եւ մարմնոյ. կար, կապ. ... պաղ. *Պատմուճանն էր առանց կարանի՝ ʼի վերուստ փորանկեալ ամենեւինʼʼ. յն. անկար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»